Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



φωτιές, οἱ


Ερμηνεία:

 [ἡ  φωτιά, τῆς φωτιᾶς] ΄[το προιόν της άμεσης καύσης ενός εύλεκτου υλικού που παράγει ταυτόχρονα φως και θερμότητα.



Ετυμολογία:

[< Όμηρ.) το φῶς, τοῦ φωτός. [Νεοελληνική μεταγενέστερη λέξη]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 … Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!… νὰ εἶχε βρόχια… νὰ εἶχε φωτιές…[Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: